- μπριγαντίνο
- και μπριγαντίνι, τοναυτ. το ιστιοφόρο μπρίκι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. brigantino < ιταλ. brigante «ληστής» < ιταλ. brigare «μάχομαι» < ιταλ. briga «πάλη, αγώνας»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μπρίκι — Δίστηλο εμπορικό ιστιοφόρο πλοίο με σταυρωτές κεραίες στους ιστούς. Αντίστοιχο πολεμικό πλοίο ήταν ο «πάρων». Αρχικά δεν υπήρχε καμιά διαφορά μεταξύ των δύο πλοίων, από το 1849 όμως που εμφανίστηκαν «οι διπλοί δόλωνες» που είχαν διάφορες… … Dictionary of Greek